Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτύσιμο τα φτυσίματα
      γενική του φτυσίματος των φτυσιμάτων
    αιτιατική το φτύσιμο τα φτυσίματα
     κλητική φτύσιμο φτυσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτύσιμο < φτύνω φτυσ- + -ιμο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfti.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτύ‐σι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτύσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια με την οποία φτύνω· το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής
  2. (μεταφορικά, λαϊκό) η επίδειξη μεγάλης περιφρόνησης προς κάποιον

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  φτύνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία