φτύσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfti.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτύ‐σι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτύσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια με την οποία φτύνω· το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής
- (μεταφορικά, λαϊκό) η επίδειξη μεγάλης περιφρόνησης προς κάποιον
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη φτύνω