Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπτύω < κατα- + πτύω

καταπτύω [ῡω] μέλλων: καταπτύσω [ῠσω]

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • για την προσωδία → δείτε τη λέξη πτύω

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πτύω