Ετυμολογία

επεξεργασία

φτύνω, αόρ.: έφτυσα, παθ.φωνή: φτύνομαι, π.αόρ.: φτύστηκα, μτχ.π.π.: φτυσμένος

  1. εκτοξεύω σάλιο από το στόμα μου
  2. βγάζω από το στόμα μου με δύναμη κάτι (συνήθως ενοχλητικό), π.χ. τροφή ή φλέμα κ.λπ.
  3. (μεταφορικά) εκτοξεύω
  4. (μεταφορικά) δείχνω μεγάλη περιφρόνηση
  5. (μεταφορικά) αποφεύγω το μάτιασμα (και στην παθητική φωνή)
      φτύσ' το μην το ματιάσεις, τόσο όμορφο μωρό!
      φτύνομαι, μην τυχόν και με ματιάσεις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία