Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτύνω αίμα < → δείτε τις λέξεις φτύνω και αίμα

  Έκφραση επεξεργασία

φτύνω αίμα

  1. (κυριολεκτικά) κάνω αιμόπτυση
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρούμαι αφάνταστα για να επιτύχω κάτι, μοχθώ υπερβολικά, δεινοπαθώ

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία