δεινοπαθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεινοπαθώ < (ελληνιστική κοινή) δεινοπαθέω < δεινός + ρίζα παθ- του ρήματος πάσχω
Ρήμα
επεξεργασίαδεινοπαθώ
- περνάω πολλά δεινά, βασανίζομαι από συμφορές
- (σε σχήμα υπερβολής) αντιμετωπίζω πολύ μεγάλη δυσκολία με ένα θέμα
- δεινοπάθησα να τον πείσω να αλλάξει γνώμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεινοπαθώ
|