• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μοχθώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μοχθώ < αρχαία ελληνική μοχθῶ

  ΡήμαΕπεξεργασία

μοχθώ

  • εργάζομαι επίπονα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • κοπιάζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μόχθος
  • μοχθηρός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μοχθώ
  • αγγλικά : labour (en), toil (en)
  • γαλλικά : travailler (fr) dur, trimer (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μοχθώ&oldid=5493541"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:37
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:37.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie