Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοχθώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μοχθώ
<
αρχαία ελληνική
μοχθῶ
Ρήμα
Επεξεργασία
μοχθώ
εργάζομαι
επίπονα
, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια
Συνώνυμα
Επεξεργασία
κοπιάζω
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
μόχθος
μοχθηρός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μοχθώ
αγγλικά
:
labour
(en)
,
toil
(en)
γαλλικά
:
travailler
(fr)
dur,
trimer
(fr)