Ετυμολογία

επεξεργασία
μοχθῶ < λείπει η ετυμολογία

μοχθῶ

  1. μοχθώ
    τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; (Εκκλησιαστής)