Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
labour labours

labour (en)

  1. (μη μετρήσιμο), η εργασία, ο μόχθος, ιδιαίτερα η σωματική εργασία
    division of labour - καταμερισμός εργασίας
    devices that reduce human labour - συσκευές που περιορίζουν τον μόχθο του ανθρώπου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη work
  2. (μετρήσιμο, επίσημο) ο άθλος
    the labours of Heracles - οι άθλοι του Ηρακλή
  3. (μη μετρήσιμο) οι εργάτες, η εργατική τάξη, η εργατική δύναμη, εργατικός, τα άτομα που εργάζονται ή είναι διαθέσιμα για εργασία σε μια χώρα ή εταιρεία
    labour disputes - εργατικές διαφορές
    the labour movement - το εργατικό κίνημα
    labour unions - εργατικές ενώσεις
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τοκετός, οι ωδίνες του τοκετού, κοιλοπονώ, η χρονική περίοδος ή η διαδικασία γέννησης ενός μωρού
    premature labour - πρόωρος τοκετός
    a woman in labour - γυναίκα στις ωδίνες του τοκετού
    She was in labour for seven hours until giving birth.
    Εφτά ώρες κοιλοπονούσε, ώσπου να γεννήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη childbirth
  5. (μη μετρήσιμο, Labour, Labour Party) το Εργατικό Κόμμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
ενεστώτας labour
γ΄ ενικό ενεστώτα labours
αόριστος laboured
παθητική μετοχή laboured
ενεργητική μετοχή labouring

labour (en)

  1. (αμετάβατο) εργάζομαι, δουλεύω, μοχθώ, προσπαθώ πολύ να κάνω κάτι δύσκολο
    I labour for peace/for the good of humanity.
    Εργάζομαι/δουλεύω για την ειρήνη/για το καλό της ανθρωπότητας.
    I laboured away at this dictionary for ten years.
    Μόχθησα δέκα χρόνια για αυτό το λεξικό.
  2. (αμετάβατο) δουλεύω, μοχθώ, κάνω σκληρή σωματική δουλειά
    He’s labouring in the garden at the moment.
    Δουλεύει στον κήπο αυτή τη στιγμή.
    He is labouring daily for the bread of his children.
    Mοχθεί καθημερινά για το ψωμί των παιδιών του.

Άλλες μορφές

επεξεργασία