labour
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
labour (en) (ΗΒ) και labor (ΗΠΑ)
- η προσπάθεια που καταβάλλεται σε μία συγκεκριμένη εργασία
- ο άθλος
- the twelve labours of Heracles
- οι εργάτες γενικά, η εργατική τάξη, η εργατική δύναμη
- (Labour, Labour Party) Το Εργατικό Κόμμα
- ο τοκετός
ΡήμαΕπεξεργασία
labour (en)
- (αμετάβατο) δουλεύω, μοχθώ
- (μεταβατικό) επεξεργάζομαι κάτι λεπτομερώς
- (μεταβατικό) καταπονώ, κουράζω
- κοιλοπονάω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
(4)