labourer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
labourer | labourers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlabourer (en)
- (μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) ο εργάτης, η εργάτρια, ένα άτομο του οποίου η δουλειά περιλαμβάνει σκληρή σωματική εργασία που δεν χρειάζεται ειδικές δεξιότητες, ειδικά εργασία που γίνεται σε εξωτερικούς χώρους
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- labourer - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 334. ISBN 9780194325684., λήμμα: εργάτης
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlabourer (fr)