ενικός         πληθυντικός  
labourer labourers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
labourer < labour + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

labourer (en)

  • (μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) ο εργάτης, η εργάτρια, ένα άτομο του οποίου η δουλειά περιλαμβάνει σκληρή σωματική εργασία που δεν χρειάζεται ειδικές δεξιότητες, ειδικά εργασία που γίνεται σε εξωτερικούς χώρους
    ⮡  day labourer - ημερομίσθιος εργάτης
    ⮡  farm labourers - αγροτικοί εργάτες
     συνώνυμα: worker

Άλλες μορφές

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /la.bu.ʁe/
 

labourer (fr)