Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αροτριώνω < άροτρο

  Ρήμα επεξεργασία

αροτριώνω

  • οργώνω, ανασκάβω τη γη με άροτρο
    ο αγρότης αροτριώνει τη γη

  Μεταφράσεις επεξεργασία