εργάτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεργάτρια θηλυκό (αρσενικό εργάτης)
- (επάγγελμα) θηλυκό του εργάτης
- (ειδικότερα) κοινή θηλυκή μέλισσα, σε αντίθεση με τη βασίλισσα και τους κηφήνες
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εργάτης
θηλυκό του εργάτης