Ετυμολογία

επεξεργασία
κοιλοπονώ < κοιλιά + -ο- + πονώ

κοιλοπονώ

  1. (οικείο) έχω ωδίνες για επικείμενο τοκετό
  2. (μεταφορικά) αγωνιώ, αδημονώ, σκάω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία