Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοιλοπονώ < κοιλιά + -ο- + πονώ

  Ρήμα επεξεργασία

κοιλοπονώ

  1. (οικείο) έχω ωδίνες για επικείμενο τοκετό
  2. (μεταφορικά) αγωνιώ, αδημονώ, σκάω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία