Δείτε επίσης: πονῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πονώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονῶ, συνηρημένος τύπος του πονέω → και δείτε τη λέξη πονάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νώ
τονικό παρώνυμο: πόνο

πονώ, -άς, -άει/ά ή -είς, -εί

Κλίση -άω/ώ, -άς, -άει/α

Κλίση -ώ, -είς, εί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία