Δείτε επίσης: πονῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
πονώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πονῶ, συνηρημένος τύπος του πονέω  και δείτε τη λέξη πονάω

πονώ, -άς, -άει/ά ή -είς, -εί

Κλίση -άω/ώ, -άς, -άει/α

Κλίση -ώ, -είς, εί

Μεταφράσεις

επεξεργασία