Ετυμολογία

επεξεργασία
πονέω < πονέομαι < πόνος

πονέω-πονῶ (το ενεργητικό πονέω μεταγενέστερο του ομηρικού πονέομαι-πονοῦμαι)

  1. μοχθώ, προσπαθώ πολύ για κάτι
    τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην
  2. είμαι άρρωστος (Θουκ.)
  3. υποφέρω από κάτι που δυσκολεύει τη ζωή
    δίψῃ πονοῦντες, ὑπὸ χειμῶνος πονοῦντες
    πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ
  4. εκπαιδεύομαι
    δοκεῖ ὁ κατ᾽ ἀλήθειαν πολιτικὸός πεπονῆσθαι περί [τήν ἀρετήν]