Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /wɜːk/ (ΗΒ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
work works

work (en)

  1. η δουλειά, η εργασία
  2. (γενική χρήση) το έργο
  3. (φυσική) το έργο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας work
γ΄ ενικό ενεστώτα works
αόριστος worked
παθητική μετοχή worked
ενεργητική μετοχή working
Και wrought: σπάνια εναλλακτική
μορφή του worked

work (en)

Εκφράσεις επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία