Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
exercise exercises

exercise (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η προπόνηση, η άθληση, σωματικές ή πνευματικές ασκήσεις που κάνω για να παραμείνω υγιής ή να γίνω πιο δυνατός
    I ate after my exercise.
    Έφαγα μετά την προπόνησή μου.
    The combination of correct nutrition and exercise contributes to maintaining one’s health.
    Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας.
     συνώνυμα: workout
  2. (μετρήσιμο) η άσκηση, ένα σύνολο κινήσεων ή δραστηριοτήτων που κάνω για να παραμείνω υγιής ή να αναπτύξω μια δεξιότητα
    mental exercises - πνευματικές ασκήσεις
    leg and glute exercises - ασκήσεις για τα πόδια και τους γλουτούς
    Walking is a good exercise.
    Η πεζοπορία είναι καλή άσκηση.
  3. (μετρήσιμο) η σχολική άσκηση, ένα σύνολο ερωτήσεων σε ένα βιβλίο που εξετάζει τις γνώσεις μου ή εξασκεί μια δεξιότητα
    written/oral exercises - γραπτές/προφορικές ασκήσεις
    an exercise book/a book of exercises - τετράδιο ασκήσεων
  4. (μη μετρήσιμο) η άσκηση, η ενάσκηση, η χρήση της δύναμης, μιας δεξιότητας ή ενός δικαιώματος για να κάνω κάτι να συμβεί
    the exercise of patience/the imagination - η άσκηση της υπομονής/φαντασίας
    in the exercise of my duties - κατά την άσκηση/ενάσκηση των καθηκόντων μου
  5. (συνήθως πληθυντικός) τα γυμνάσια, στρατιωτικές ασκήσεις
    NATO exercises - γυμνάσια του ΝΑΤΟ
    the fleet’s large scale exercises - μεγάλα γυμνάσια του στόλου
    combat exercises - ασκήσεις μάχης
    joint exercises - μικτές ασκήσεις

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας exercise
γ΄ ενικό ενεστώτα exercises
αόριστος exercised
παθητική μετοχή exercised
ενεργητική μετοχή exercising

exercise (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυμνάζομαι, ασκούμαι, κάνω γυμναστική ή άλλες σωματικές δραστηριότητες για να είμαι υγιής ή να γίνω πιο δυνατός· γυμνάζω, βάζω ένα ζώο να το κάνει αυτό
    How often should I exercise?
    Πόσο συχνά θα πρέπει να γυμνάζομαι;
    I think you don’t exercise enough.
    Νομίζω ότι δε γυμνάζεσαι/ασκείσαι αρκετά.
    We exercise every morning.
    Κάνουμε γυμναστική κάθε πρωί.
    I exercise a horse.
    Γυμνάζω ένα άλογο.
     συνώνυμα:  practice, train και work out
  2. (μεταβατικό) γυμνάζω, δίνω σε ένα μέρος του σώματος την κίνηση και τη δραστηριότητα που χρειάζεται για να παραμείνει δυνατό και υγιές
    It exercises your ab muscles.
    Γυμνάζει τους κοιλιακούς μύες σου.
     συνώνυμα:  train και work
  3. (μεταβατικό, επίσημο) ασκώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ τη δύναμη, τα δικαιώματα ή τις προσωπικές μου ιδιότητες για να πετύχω κάτι
    I am exercising my right to…
    Ασκώ το δικαίωμά μου να…
    I exercise my rights/influence.
    Εξασκώ τα δικαιώματά/επιρροή μου.
    You must exercise all of your patience.
    Πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλη σου την υπομονή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη use
  4. (συνήθως στην παθητική φωνή, επίσημο) απασχολώ, ανησυχώ, είμαι πολύ ανήσυχος για κάτι
    This problem is exercising our minds a lot at this moment.
    Το πρόβλημα αυτό μας απασχολεί πολύ αυτή τη στιγμή.
    I am exercising over his health/about the future.
    Ανησυχώ για την υγεία του/για το μέλλον.

  Πηγές επεξεργασία