Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
practice practices

practice (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η εξάσκηση, η προπόνηση, κάνω μια δραστηριότητα τακτικά ώστε να μπορώ να βελτιώσω τις ικανότητές μου· ο χρόνος που περνάω για να το κάνω αυτό
    ⮡  The piano requires a lot of practice.
    Το πιάνο θέλει πολλή άσκηση.
    ⮡  It takes years of practice to learn…
    Χρειάζονται χρόνια άσκησης για να μάθεις…
    ⮡  How many hours of practice do you do a day?
    Πόσες ώρες άσκηση κάνεις την ημέρα;
    ⮡  The violin requires daily practice.
    Το βιολί θέλει καθημερινή εξάσκηση.
    ⮡  The injured footballer didn’t participate at practice.
    Ο τραυματισμένος ποδοσφαιριστής δε συμμετείχε στην προπόνηση.
  2. (μη μετρήσιμο) η πρακτική, η πράξη, δράση και όχι ιδέες
    ⮡  What counts is practice, not theory.
    Η πρακτική κι όχι η θεωρία έχει σημασία.
    ⮡  In their proclamations they present themselves as democrats, but in practice they are authoritarian.
    Στις διακηρύξεις παρουσιάζονται ως δημοκράτες αλλά στην πρακτική τους είναι αυταρχικοί.
    ⮡  In theory it sounds good, but in practice it might not be.
    Στη θεωρία φαίνεται καλό, αλλά στην πράξη μπορεί να μην είναι.
    ⮡  the way in which a theory/a principle is put into practice - ο τρόπος με τον όποιο εφαρμόζεται μια θεωρία/αρχή
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνήθεια, το έθιμο, ένας τρόπος να κάνει κάτι που είναι ο συνήθης ή αναμενόμενος τρόπος σε μια συγκεκριμένη οργάνωση ή κατάσταση
    ⮡  the practice of closing stores on Sunday - η συνήθεια να κλείνουν τα μαγαζιά την Κυριακή
    ⮡  That’s standard practice in Japan.
    Αυτό είναι γενική συνήθεια στην Ιαπωνία.
    ⮡  Cremation of the dead is a practice that we also find in Greek antiquity.
    Η καύση των νεκρών είναι μια συνήθεια που τη συναντούμε και στην ελληνική αρχαιότητα.
    ⮡  He adapted easily to the practices in his new country.
    Προσαρμόστηκε εύκολα στις συνήθειες της καινούριας πατρίδας του.
    ⮡  Christian practices - Χριστιανικά έθιμα
    ⮡  commercial practices - εμπορικά έθιμα
  4. (μετρήσιμο) η πράξη, η συνήθεια, κάτι που γίνεται τακτικά
    ⮡  I will make it a practice of mine to get up early.
    Θα το κάνω πράξη να σηκώνομαι νωρίς.
    ⮡  Don’t make it a practice of being late.
    Μην το πάρεις συνήθεια ν' αργείς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη habit
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η πελατεία, η εργασία ή η επιχείρηση ορισμένων επαγγελματιών, όπως γιατρών, οδοντιάτρων και δικηγόρων· το μέρος όπου εργάζονται
    ⮡  the practice of medicine - η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος
    ⮡  a doctor/lawyer with a large practice - γιατρός/δικηγόρος με μεγάλη πελατεία
    ⮡  The doctor’s practice was in decline.
    Κόπηκε η πελατεία του γιατρού.
ενεστώτας practice
γ΄ ενικό ενεστώτα practices
αόριστος practiced
παθητική μετοχή practiced
ενεργητική μετοχή practicing

practice (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασκώ, γυμνάζω, ασκώ, κάνω μια δραστηριότητα ή προπονούμαι τακτικά ώστε να μπορώ να βελτιώσω τις ικανότητες μου
    ⮡  I practice the piano five hours a day.
    Εξασκούμαι/γυμνάζομαι στο πιάνο πέντε ώρες την ημέρα.
    ⮡  He needs to practice his French a little.
    Πρέπει να εξασκήσει λίγο τα γαλλικά του.
    ⮡  I practice fencing.
    Ασκούμαι στην ξιφομαχία.
    ⮡  The athlete/the team practiced on the field.
    Ο αθλητής/η ομάδα προπονήθηκε στο γήπεδο.
    ⮡  She’s been looking after her sister’s baby from time to time; she’s practicing to be a mom.
    Κρατάει το μωρό της αδερφής της πού και πού· προπονείται για μαμά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ασκώ, εργάζομαι ως γιατρός, δικηγόρος κτλ.
    ⮡  I practice medicine/law.
    Ασκώ την ιατρική/τη δικηγορία.
  3. (μεταβατικό, επίσημο) συνηθίζω να, κάνω κάτι τακτικά ως μέρος της κανονικής μου συμπεριφοράς
    ⮡  I am practicing getting up early.
    Συνηθίζω να σηκώνομαι πρωί.