Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξάσκηση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εξάσκησ
η
οι
εξασκήσ
εις
γενική
της
εξάσκησ
ης
&
εξασκήσ
εως
των
εξασκήσ
εων
αιτιατική
την
εξάσκησ
η
τις
εξασκήσ
εις
κλητική
εξάσκησ
η
εξασκήσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εξάσκηση
<
εξασκώ
+
-ση
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
εξάσκηση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
εξασκώ
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εξάσκηση
αγγλικά
:
practice
(en)
,
rehearsal
(en)
γαλλικά
:
exercice
(fr)
,
pratique
(fr)
εβραϊκά
:
אמון
(he)