Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rehearsal rehearsals

  Προφορά επεξεργασία

/rɪˈhəːs(ə)l/

  Ετυμολογία επεξεργασία

rehearsal < rehearse + -al

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rehearsal (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμή, η πρόβα
    The students are doing rehearsals for the parade.
    Οι μαθητές κάνουν δοκιμές για την παρέλαση.
    The theater is closed while rehearsals are going on.
    Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές.
    The rehearsal is today.
    Η πρόβα είναι σήμερα.
  2. η άσκηση, η εξάσκηση

  Πηγές επεξεργασία