rehearsal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rehearsal | rehearsals |
Προφορά επεξεργασία
/rɪˈhəːs(ə)l/
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
rehearsal (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμή, η πρόβα
- ↪ The students are doing rehearsals for the parade.
- Οι μαθητές κάνουν δοκιμές για την παρέλαση.
- ↪ The theater is closed while rehearsals are going on.
- Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές.
- ↪ The rehearsal is today.
- Η πρόβα είναι σήμερα.
- ↪ The students are doing rehearsals for the parade.
- η άσκηση, η εξάσκηση