ενικός         πληθυντικός  
habit habits

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

habit (en)

  1. η συνήθεια, κάτι που κάνω συχνά και σχεδόν χωρίς να το σκέφτομαι, ειδικά κάτι που είναι δύσκολο να σταματήσω να κάνω
    παράδειγμα  I am not in the habit of telling lies.
    Δεν είμαι στις συνήθειές μου να λέω ψέματα.
    παράδειγμα  He will grow out of this habit.
    Θα του φύγει αυτή η συνήθεια μεγαλώνοντας.
    παράδειγμα  Don’t make it a habit of being late.
    Μην το πάρεις συνήθεια ν' αργείς.
    παράδειγμα  He got into the habit of smoking in bed.
    Απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει στο κρεβάτι.
     συνώνυμα:  custom, practice, way και wont
  2. (μη μετρήσιμο) η συνήθεια, συνηθισμένη συμπεριφορά
    παράδειγμα  I knocked on the door, although it was open, out of habit.
    Χτύπησα την πόρτα, αν και ήταν ανοιχτή, από συνήθεια.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία