habit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
habit | habits |
Ετυμολογία
επεξεργασία- habit < (κληρονομημένο) μέση αγγλική habit < παλαιά γαλλική habit < λατινική habitus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhabit (en)
- η συνήθεια, κάτι που κάνω συχνά και σχεδόν χωρίς να το σκέφτομαι, ειδικά κάτι που είναι δύσκολο να σταματήσω να κάνω
- ⮡ I am not in the habit of telling lies.
- Δεν είμαι στις συνήθειές μου να λέω ψέματα.
- ⮡ He will grow out of this habit.
- Θα του φύγει αυτή η συνήθεια μεγαλώνοντας.
- ⮡ Don’t make it a habit of being late.
- Μην το πάρεις συνήθεια ν' αργείς.
- ⮡ He got into the habit of smoking in bed.
- Απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει στο κρεβάτι.
- ≈ συνώνυμα: custom, practice, way και wont
- ⮡ I am not in the habit of telling lies.
- (μη μετρήσιμο) η συνήθεια, συνηθισμένη συμπεριφορά
- ⮡ I knocked on the door, although it was open, out of habit.
- Χτύπησα την πόρτα, αν και ήταν ανοιχτή, από συνήθεια.
- ⮡ I knocked on the door, although it was open, out of habit.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- habit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνήθεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhabit (fr)