Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
habit habits

  Ετυμολογία επεξεργασία

habit < (κληρονομημένο) μέση αγγλική habit < παλαιά γαλλική habit < λατινική habitus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

habit (en)

  1. η συνήθεια, κάτι που κάνω συχνά και σχεδόν χωρίς να το σκέφτομαι, ειδικά κάτι που είναι δύσκολο να σταματήσω να κάνω
    I am not in the habit of telling lies.
    Δεν είμαι στις συνήθειές μου να λέω ψέματα.
    He will grow out of this habit.
    Θα του φύγει αυτή η συνήθεια μεγαλώνοντας.
    Don’t make it a habit of being late.
    Μην το πάρεις συνήθεια ν' αργείς.
    He got into the habit of smoking in bed.
    Απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει στο κρεβάτι.
     συνώνυμα:  custom, practice, way και wont
  2. (μη μετρήσιμο) η συνήθεια, συνηθισμένη συμπεριφορά
    I knocked on the door, although it was open, out of habit.
    Χτύπησα την πόρτα, αν και ήταν ανοιχτή, από συνήθεια.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

habit < λατινική habitus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

habit (fr)

Συγγενικά επεξεργασία