Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
inhibit
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
inhibit
<
λατινική
inhibitus
<
inhibeo
<
in
+
habeo
Ρήμα
επεξεργασία
inhibit
(en)
εμποδίζω
,
αναστέλλω
κάποιον στο να εκφραστεί ελεύθερα
Συνώνυμα
επεξεργασία
hinder
restrain