Ετυμολογία

επεξεργασία
habeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰabʰ- (λαμβάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈha.be.oː/
 

habeo (la)

  1. έχω, κατέχω
  2. θεωρώ
  3. διατηρώ
  4. υποφέρω, υπομένω