υπομένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υπομένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομένω < ὑπό + μένω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.poˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μέ‐νω
Ρήμα
επεξεργασία
υπομένω, αόρ.: υπέμεινα/υπόμεινα (χωρίς παθητική φωνή)
- αντιμετωπίζω καρτερικά κάτι δυσάρεστο ή μια δυσκολία
- ※ Χρόνια τώρα είχε συνηθίσει να υπομένει αγόγγυστα τις γκρίνιες των ανθρώπων. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ὑπομένω (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία