υπομένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπομένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομένω < ὑπό + μένω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μέ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαυπομένω, αόρ.: υπέμεινα/υπόμεινα (χωρίς παθητική φωνή)
- αντιμετωπίζω καρτερικά κάτι δυσάρεστο ή μια δυσκολία
- ※ Χρόνια τώρα είχε συνηθίσει να υπομένει αγόγγυστα τις γκρίνιες των ανθρώπων. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία