Δείτε επίσης: ὑπομένω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπομένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομένω < ὑπό + μένω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐μέ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

υπομένω, αόρ.: υπέμεινα/υπόμεινα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία