ανυπομόνευτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανυπομόνευτα < ανυπομόνευτ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ανυπομόνευτα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας