υπομονετικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαυπομονετικά < υπομονετικός
Επίρρημα
επεξεργασίαυπομονετικά
- με υπομονή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυπομονετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπομονετικό