καρτερικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαρτερικά < καρτερικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.te.ɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐τε‐ρι‐κά
Επίρρημα
επεξεργασίακαρτερικά
- με υπομονή
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρτερικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρτερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καρτερικό