Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρτερικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρτερικ
ός
η
καρτερικ
ή
το
καρτερικ
ό
γενική
του
καρτερικ
ού
της
καρτερικ
ής
του
καρτερικ
ού
αιτιατική
τον
καρτερικ
ό
την
καρτερικ
ή
το
καρτερικ
ό
κλητική
καρτερικ
έ
καρτερικ
ή
καρτερικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρτερικ
οί
οι
καρτερικ
ές
τα
καρτερικ
ά
γενική
των
καρτερικ
ών
των
καρτερικ
ών
των
καρτερικ
ών
αιτιατική
τους
καρτερικ
ούς
τις
καρτερικ
ές
τα
καρτερικ
ά
κλητική
καρτερικ
οί
καρτερικ
ές
καρτερικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρτερικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
καρτερικός
που δείχνει
καρτερία
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεκτικός
υπομονετικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρτερικός
αγγλικά
:
capable of endurance
(en)
,
patient
(en)
γαλλικά
:
résigné
(fr)