Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρτερικός η καρτερική το καρτερικό
      γενική του καρτερικού της καρτερικής του καρτερικού
    αιτιατική τον καρτερικό την καρτερική το καρτερικό
     κλητική καρτερικέ καρτερική καρτερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρτερικοί οι καρτερικές τα καρτερικά
      γενική των καρτερικών των καρτερικών των καρτερικών
    αιτιατική τους καρτερικούς τις καρτερικές τα καρτερικά
     κλητική καρτερικοί καρτερικές καρτερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρτερικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

καρτερικός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία