résigné
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | résigné | résignés |
θηλυκό | résignée | résignées |
Επίθετο επεξεργασία
résigné (fr)
- απογοητευμένος, που έχει παραιτηθεί από μια ιδέα, καρτερικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη se résigner