Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απογοητευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απογοητευμέν
ος
η
απογοητευμέν
η
το
απογοητευμέν
ο
γενική
του
απογοητευμέν
ου
της
απογοητευμέν
ης
του
απογοητευμέν
ου
αιτιατική
τον
απογοητευμέν
ο
την
απογοητευμέν
η
το
απογοητευμέν
ο
κλητική
απογοητευμέν
ε
απογοητευμέν
η
απογοητευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απογοητευμέν
οι
οι
απογοητευμέν
ες
τα
απογοητευμέν
α
γενική
των
απογοητευμέν
ων
των
απογοητευμέν
ων
των
απογοητευμέν
ων
αιτιατική
τους
απογοητευμέν
ους
τις
απογοητευμέν
ες
τα
απογοητευμέν
α
κλητική
απογοητευμέν
οι
απογοητευμέν
ες
απογοητευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απογοητευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
απογοητεύω
Συνώνυμα
επεξεργασία
δυσαρεστημένος
αποκαρδιωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απογοητευμένος
αγγλικά
:
disappointed
(en)
,
frustrated
(en)
,
disillusioned
(en)
γαλλικά
:
déçu
(fr)
,
désappointé
(fr)
,
frustré
(fr)