απογοητευμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
απογοητευμένα < απογοητευμένος + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
απογοητευμένα
- με τρόπο που δημιουργεί απογοήτευση
Μεταφράσεις επεξεργασία
απογοητευμένα
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
απογοητευμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απογοητευμένο