frustrated
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfrustrated (en)
- εμποδισμένος, ματαιωμένος
- my plans for a productive afternoon were frustrated when my computer started acting up again
- απογοητευμένος
- At one point as the day progressed Woodward became so frustrated [in trying to find out what had gone wrong with a story he co-authored at the Washington Post] that he wanted to blow the name of a source at the FBI... (David Halberstam, The Powers That Be, University of Illinois Press, 2000)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΑυτή η λέξη δεν έχει καλή απόδοση στα ελληνικά όταν αναφέρεται σε συναίσθημα. Πρόκειται για την κατάσταση κάποιου του οποίου εμποδίζεται η πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας. Το συναίσθημα έχει λίγο από απογοήτευση, λίγο από θυμό, λίγο από ταραχή. Ο άνθρωπος που είναι frustrated θέλει να ξεπεράσει τη δυσκολία ή το εμπόδιο και παρόλο που δεν μπορεί, αρκετά συχνά συνεχίζει την προσπάθεια μέχρι να αλλάξουν οι συνθήκες ή να ξεσπάσει.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfrustrated (en)