ενεστώτας frustrate
γ΄ ενικό ενεστώτα frustrates
αόριστος frustrated
παθητική μετοχή frustrated
ενεργητική μετοχή frustrating

frustrate (en)

  1. πειράζω, ενοχλώ, εξοργίζω, κάνω κάποιον να νιώθει ενοχλημένος ή ανυπόμονος επειδή δεν μπορεί να κάνει ή να πετύχει αυτό που θέλει
    ⮡  It frustrates me that I can’t help.
    Με πειράζει που δεν μπορώ να βοηθήσω.
    ⮡  Her absence frustrated me.
    Η απουσία της μ' ενόχλησε.
    ⮡  He frustrated me with his rudeness.
    Με εξόργισε με την αγένειά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη annoy
  2. παρεμποδίζω, ακυρώνω
  3. αγχώνω, πανικοβάλλω

Συγγενικά

επεξεργασία