frustrate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | frustrate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frustrates |
αόριστος | frustrated |
παθητική μετοχή | frustrated |
ενεργητική μετοχή | frustrating |
Ρήμα
επεξεργασίαfrustrate (en)
- πειράζω, ενοχλώ, εξοργίζω, κάνω κάποιον να νιώθει ενοχλημένος ή ανυπόμονος επειδή δεν μπορεί να κάνει ή να πετύχει αυτό που θέλει
- παρεμποδίζω, ακυρώνω
- αγχώνω, πανικοβάλλω