πανικοβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανικοβάλλω < πανικ(ός) + -ο- + βάλλω, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική panic (< αρχαία ελληνική πανικός), throw into panic (en) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ni.koˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νι‐κο‐βάλ‐λω
Ρήμα
επεξεργασίαπανικοβάλλω, πρτ.: πανικόβαλλα, αόρ.: πανικόβαλα, παθ.φωνή: πανικοβάλλομαι, π.αόρ.: πανικοβλήθηκα, μτχ.π.π.: πανικοβλημένος
- προκαλώ πανικό σε κάποιον
- ⮡ Η κρίση στο χρηματιστήριο είχε πανικοβάλλει τους επενδυτές.
- ⮡ Άκουσα το «μπαμ!» και πανικοβλήθηκα γιατί νόμιζα ότι άκουσα έκρηξη.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πανικός & το αρχαίο βάλλω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πανικοβάλλω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πανικοβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας