panic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
panic | panics |
panic (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο πανικός, πολύ μεγάλος φόβος που οδηγεί σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις
- ⮡ Panic seized me.
- Με έπιασε πανικός.
- ⮡ I always feel panic a little before exams.
- Πάντα έχω πανικός λίγο πριν από τις εξετάσεις.
- ⮡ Panic seized me.
- ο πανικός, κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι πανικοβάλλονται
- ⮡ Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.
- Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους.
- ⮡ Rumors of devaluation of the drachma caused panic on the stock market.
- Οι φήμες για υποτίμηση της δραχμής προκάλεσαν πανικό στο χρηματιστήριο.
- ⮡ Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | panic |
γ΄ ενικό ενεστώτα | panics |
αόριστος | panicked |
παθητική μετοχή | panicked |
ενεργητική μετοχή | panicking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
panic (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- πανικοβάλλω, αλαφιάζω, προκαλώ ή νιώθω πανικό
- ⮡ The thunder panicked the horses.
- Οι βροντές πανικοβάλανε/αλάφιασε τα άλογα.
- ⮡ The stock market crash had panicked investors.
- Η κρίση στο χρηματιστήριο είχε πανικοβάλλει τους επενδυτές.
- ⮡ Don’t panic!
- Μην πανικοβάλλεστε!
- ⮡ I heard the “boom!” and I panicked because I thought I heard an explosion.
- Άκουσα το «μπαμ!» και πανικοβλήθηκα γιατί νόμιζα ότι άκουσα έκρηξη.
- ⮡ The crowd panicked when the first shots were fired.
- Το πλήθος αλάφιασε/αλαφιάστηκε όταν έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί.
- ⮡ She ran around panicked, frantic, with terror in her eyes.
- Έτρεχε αλαφιασμένη, ξέφρενη, με τον τρόμο στα μάτια.
- ⮡ He seemed panicked.
- Φαινόταν πανικόβλητος.
- ⮡ "Quickly, let's leave," he said in a panicked tone.
- Γρήγορα, να φύγουμε, είπε με ύφος πανικόβλητο.
- ⮡ The thunder panicked the horses.