Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πανικόβλητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πανικόβλητ
ος
η
πανικόβλητ
η
το
πανικόβλητ
ο
γενική
του
πανικόβλητ
ου
της
πανικόβλητ
ης
του
πανικόβλητ
ου
αιτιατική
τον
πανικόβλητ
ο
την
πανικόβλητ
η
το
πανικόβλητ
ο
κλητική
πανικόβλητ
ε
πανικόβλητ
η
πανικόβλητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πανικόβλητ
οι
οι
πανικόβλητ
ες
τα
πανικόβλητ
α
γενική
των
πανικόβλητ
ων
των
πανικόβλητ
ων
των
πανικόβλητ
ων
αιτιατική
τους
πανικόβλητ
ους
τις
πανικόβλητ
ες
τα
πανικόβλητ
α
κλητική
πανικόβλητ
οι
πανικόβλητ
ες
πανικόβλητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πανικόβλητος
<
πανικοβάλλομαι
Επίθετο
επεξεργασία
πανικόβλητος, -η, -ο
που έχει καταληφθεί από
πανικό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πανικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πανικόβλητος
αγγλικά
:
panic-stricken
(en)
γαλλικά
:
paniqué
(fr)