↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματαιωμένος η ματαιωμένη το ματαιωμένο
      γενική του ματαιωμένου της ματαιωμένης του ματαιωμένου
    αιτιατική τον ματαιωμένο τη ματαιωμένη το ματαιωμένο
     κλητική ματαιωμένε ματαιωμένη ματαιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματαιωμένοι οι ματαιωμένες τα ματαιωμένα
      γενική των ματαιωμένων των ματαιωμένων των ματαιωμένων
    αιτιατική τους ματαιωμένους τις ματαιωμένες τα ματαιωμένα
     κλητική ματαιωμένοι ματαιωμένες ματαιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ματαιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ματαιώνω

ματαιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία