Ετυμολογία

επεξεργασία

απογοητεύω , πρτ.: απογοήτευα, στ.μέλλ.: θα απογοητεύσω ή απογοητέψω, αόρ.: απογοήτευσα ή απογοήτεψα, παθ.φωνή: απογοητεύομαι, μτχ.π.π.: απογοητευμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία