απογοητεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απογοητεύω < από + γοητεύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désenchanter)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ɣo.iˈte.vo/
Ρήμα
επεξεργασίααπογοητεύω , πρτ.: απογοήτευα, στ.μέλλ.: θα απογοητεύσω ή απογοητέψω, αόρ.: απογοήτευσα ή απογοήτεψα, παθ.φωνή: απογοητεύομαι, μτχ.π.π.: απογοητευμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- απογοητευμένα
- απογοητευμένος
- απογοήτευση
- απογοητευτικά
- απογοητευτικός
- → δείτε τις λέξεις γοητεύω και γόης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απογοητεύω | απογοήτευα | θα απογοητεύω | να απογοητεύω | απογοητεύοντας | |
β' ενικ. | απογοητεύεις | απογοήτευες | θα απογοητεύεις | να απογοητεύεις | απογοήτευε | |
γ' ενικ. | απογοητεύει | απογοήτευε | θα απογοητεύει | να απογοητεύει | ||
α' πληθ. | απογοητεύουμε | απογοητεύαμε | θα απογοητεύουμε | να απογοητεύουμε | ||
β' πληθ. | απογοητεύετε | απογοητεύατε | θα απογοητεύετε | να απογοητεύετε | απογοητεύετε | |
γ' πληθ. | απογοητεύουν(ε) | απογοήτευαν απογοητεύαν(ε) |
θα απογοητεύουν(ε) | να απογοητεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απογοήτευσα | θα απογοητεύσω | να απογοητεύσω | απογοητεύσει | ||
β' ενικ. | απογοήτευσες | θα απογοητεύσεις | να απογοητεύσεις | απογοήτευσε | ||
γ' ενικ. | απογοήτευσε | θα απογοητεύσει | να απογοητεύσει | |||
α' πληθ. | απογοητεύσαμε | θα απογοητεύσουμε | να απογοητεύσουμε | |||
β' πληθ. | απογοητεύσατε | θα απογοητεύσετε | να απογοητεύσετε | απογοητεύστε | ||
γ' πληθ. | απογοήτευσαν απογοητεύσαν(ε) |
θα απογοητεύσουν(ε) | να απογοητεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απογοητεύσει | είχα απογοητεύσει | θα έχω απογοητεύσει | να έχω απογοητεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις απογοητεύσει | είχες απογοητεύσει | θα έχεις απογοητεύσει | να έχεις απογοητεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει απογοητεύσει | είχε απογοητεύσει | θα έχει απογοητεύσει | να έχει απογοητεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απογοητεύσει | είχαμε απογοητεύσει | θα έχουμε απογοητεύσει | να έχουμε απογοητεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε απογοητεύσει | είχατε απογοητεύσει | θα έχετε απογοητεύσει | να έχετε απογοητεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απογοητεύσει | είχαν απογοητεύσει | θα έχουν απογοητεύσει | να έχουν απογοητεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απογοητεύομαι | απογοητευόμουν(α) | θα απογοητεύομαι | να απογοητεύομαι | ||
β' ενικ. | απογοητεύεσαι | απογοητευόσουν(α) | θα απογοητεύεσαι | να απογοητεύεσαι | (απογοητεύου) | |
γ' ενικ. | απογοητεύεται | απογοητευόταν(ε) | θα απογοητεύεται | να απογοητεύεται | ||
α' πληθ. | απογοητευόμαστε | απογοητευόμαστε απογοητευόμασταν |
θα απογοητευόμαστε | να απογοητευόμαστε | ||
β' πληθ. | απογοητεύεστε | απογοητευόσαστε απογοητευόσασταν |
θα απογοητεύεστε | να απογοητεύεστε | (απογοητεύεστε) | |
γ' πληθ. | απογοητεύονται | απογοητεύονταν απογοητευόντουσαν |
θα απογοητεύονται | να απογοητεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απογοητεύτηκα | θα απογοητευτώ | να απογοητευτώ | απογοητευτεί | ||
β' ενικ. | απογοητεύτηκες | θα απογοητευτείς | να απογοητευτείς | απογοητεύσου | ||
γ' ενικ. | απογοητεύτηκε | θα απογοητευτεί | να απογοητευτεί | |||
α' πληθ. | απογοητευτήκαμε | θα απογοητευτούμε | να απογοητευτούμε | |||
β' πληθ. | απογοητευτήκατε | θα απογοητευτείτε | να απογοητευτείτε | απογοητευτείτε | ||
γ' πληθ. | απογοητεύτηκαν απογοητευτήκαν(ε) |
θα απογοητευτούν(ε) | να απογοητευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απογοητευτεί | είχα απογοητευτεί | θα έχω απογοητευτεί | να έχω απογοητευτεί | απογοητευμένος | |
β' ενικ. | έχεις απογοητευτεί | είχες απογοητευτεί | θα έχεις απογοητευτεί | να έχεις απογοητευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει απογοητευτεί | είχε απογοητευτεί | θα έχει απογοητευτεί | να έχει απογοητευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απογοητευτεί | είχαμε απογοητευτεί | θα έχουμε απογοητευτεί | να έχουμε απογοητευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε απογοητευτεί | είχατε απογοητευτεί | θα έχετε απογοητευτεί | να έχετε απογοητευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απογοητευτεί | είχαν απογοητευτεί | θα έχουν απογοητευτεί | να έχουν απογοητευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απογοητευμένος - είμαστε, είστε, είναι απογοητευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απογοητευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απογοητευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απογοητευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απογοητευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απογοητευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απογοητευμένοι |