απογοητεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απογοητεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος απογοητεύω
Ρήμα επεξεργασία
απογοητεύομαι
- με απογοητεύει κάποιος / κάτι, νιώθω ότι οι ελπίδες που είχα στηρίξει σε κάτι διαψεύστηκαν
Μεταφράσεις επεξεργασία
απογοητεύομαι
|