ενεστώτας disappoint
γ΄ ενικό ενεστώτα disappoints
αόριστος disappointed
παθητική μετοχή disappointed
ενεργητική μετοχή disappointing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disappoint < dis- + appoint

disappoint (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απογοητεύω, κάνω κάποιον να αισθάνεται λυπημένος επειδή κάτι που ελπίζει ή περιμένει να συμβεί δεν συμβαίνει ή δεν είναι τόσο καλό όσο ήλπιζαν
    ⮡  I am sorry to disappoint you.
    Λυπάμαι που σας απογοήτευσα.
    ⮡  They have been disappointed by your behavior.
    Έχουν απογοητευτεί από τη συμπεριφορά σου.
    ⮡  I know that you have been disappointed by me, but give me one more chance.
    Ξέρω πως έχετε απογοητευτεί από εμένα, αλλά δώστε μου άλλη μία ευκαιρία.
  2. (μεταβατικό) διαψεύδω, αποτρέπω κάτι που κάποιος ελπίζει να γίνει πραγματικότητα
    ⮡  I’m sorry to disappoint your expectations.
    Λυπάμαι που διέψευσα τις προσδοκίες σας.

Συγγενικά

επεξεργασία