disappoint
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | disappoint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disappoints |
αόριστος | disappointed |
παθητική μετοχή | disappointed |
ενεργητική μετοχή | disappointing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdisappoint (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απογοητεύω, κάνω κάποιον να αισθάνεται λυπημένος επειδή κάτι που ελπίζει ή περιμένει να συμβεί δεν συμβαίνει ή δεν είναι τόσο καλό όσο ήλπιζαν
- ⮡ I am sorry to disappoint you.
- Λυπάμαι που σας απογοήτευσα.
- ⮡ They have been disappointed by your behavior.
- Έχουν απογοητευτεί από τη συμπεριφορά σου.
- ⮡ I know that you have been disappointed by me, but give me one more chance.
- Ξέρω πως έχετε απογοητευτεί από εμένα, αλλά δώστε μου άλλη μία ευκαιρία.
- ⮡ I am sorry to disappoint you.
- (μεταβατικό) διαψεύδω, αποτρέπω κάτι που κάποιος ελπίζει να γίνει πραγματικότητα
- ⮡ I’m sorry to disappoint your expectations.
- Λυπάμαι που διέψευσα τις προσδοκίες σας.
- ⮡ I’m sorry to disappoint your expectations.