disappointing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | disappointing |
συγκριτικός | more disappointing |
υπερθετικός | most disappointing |
disappointing (en)
- απογοητευτικός
- ⮡ The news has been disappointing.
- Τα νέα ήταν απογοητευτικά.
- ⮡ The news has been disappointing.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαdisappointing (en)