παραθετικά
θετικός disappointingly
συγκριτικός more disappointingly
υπερθετικός most disappointingly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disappointingly < disappointing + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

disappointingly (en)

  • απογοητευτικά
    ⮡  The level of the candidates was disappointingly low.
    Το επίπεδο των υποψηφίων ήταν απογοητευτικά χαμηλό.