ενεστώτας let down
γ΄ ενικό ενεστώτα lets down
αόριστος let down
παθητική μετοχή let down
ενεργητική μετοχή letting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
let down < → δείτε τις λέξεις let και down

let down (en)

  • ρίχνω, απογοητεύω κάποιον (πχ διαψεύδοντας τις προσδοκίες του με τις επιδόσεις μου ή την συμπεριφορά μου)
    ⮡  You promised to come - don’t let me down again!
    Υποσχέθηκες να έρθεις - μη με ρίξεις πάλι!