Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός patient
συγκριτικός more patient
υπερθετικός most patient

patient (en)

  • υπομονετικός
    ⮡  Patient people always win.
    Οι υπομονετικοί άνθρωποι πάντα κερδίζουν.
    ⮡  I have already been waiting for five hours, how much more patient do I need to be?
    Περιμένω ήδη πέντε ώρες, πόσο πιο υπομονετικός πρέπει να είμαι;
     αντώνυμα: impatient

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patient patients

patient (en)

  • ο ασθενής, η ασθενής
    ⮡  The patient is not in her room.
    Η ασθενής δεν είναι στο δωμάτιό της.
    ⮡  Is the patient still in the operating room?
    Ο ασθενής είναι ακόμα στο χειρουργείο;
    ⮡  The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
    Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης φαρμάκων.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό patient patients
θηλυκό patiente patientes

patient (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό patient patients
θηλυκό patiente patientes

patient (fr)