patient
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | patient |
συγκριτικός | more patient |
υπερθετικός | most patient |
patient (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
patient | patients |
patient (en)
- ο ασθενής, η ασθενής
- ↪ The patient is not in her room.
- Η ασθενής δεν είναι στο δωμάτιό της.
- ↪ Is the patient still in the operating room?
- Ο ασθενής είναι ακόμα στο χειρουργείο;
- ↪ The patient is not in her room.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patient | patients |
θηλυκό | patiente | patientes |
patient (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patient | patients |
θηλυκό | patiente | patientes |
patient (fr)