ανυπομονεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανυπομονεύω < ανυπόμονος + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίαανυπομονεύω
- άλλη μορφή του ανυπομονώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανυπομόνευτα
- ανυπομόνευτος
- → δείτε τις λέξεις υπομονεύω και υπομονή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανυπομονεύω | ανυπομόνευα | θα ανυπομονεύω | να ανυπομονεύω | ανυπομονεύοντας | |
β' ενικ. | ανυπομονεύεις | ανυπομόνευες | θα ανυπομονεύεις | να ανυπομονεύεις | ανυπομόνευε | |
γ' ενικ. | ανυπομονεύει | ανυπομόνευε | θα ανυπομονεύει | να ανυπομονεύει | ||
α' πληθ. | ανυπομονεύουμε | ανυπομονεύαμε | θα ανυπομονεύουμε | να ανυπομονεύουμε | ||
β' πληθ. | ανυπομονεύετε | ανυπομονεύατε | θα ανυπομονεύετε | να ανυπομονεύετε | ανυπομονεύετε | |
γ' πληθ. | ανυπομονεύουν(ε) | ανυπομόνευαν ανυπομονεύαν(ε) |
θα ανυπομονεύουν(ε) | να ανυπομονεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανυπομόνεψα | θα ανυπομονέψω | να ανυπομονέψω | ανυπομονέψει | ||
β' ενικ. | ανυπομόνεψες | θα ανυπομονέψεις | να ανυπομονέψεις | ανυπομόνεψε | ||
γ' ενικ. | ανυπομόνεψε | θα ανυπομονέψει | να ανυπομονέψει | |||
α' πληθ. | ανυπομονέψαμε | θα ανυπομονέψουμε | να ανυπομονέψουμε | |||
β' πληθ. | ανυπομονέψατε | θα ανυπομονέψετε | να ανυπομονέψετε | ανυπομονέψτε | ||
γ' πληθ. | ανυπομόνεψαν ανυπομονέψαν(ε) |
θα ανυπομονέψουν(ε) | να ανυπομονέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανυπομονέψει | είχα ανυπομονέψει | θα έχω ανυπομονέψει | να έχω ανυπομονέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ανυπομονέψει | είχες ανυπομονέψει | θα έχεις ανυπομονέψει | να έχεις ανυπομονέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ανυπομονέψει | είχε ανυπομονέψει | θα έχει ανυπομονέψει | να έχει ανυπομονέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανυπομονέψει | είχαμε ανυπομονέψει | θα έχουμε ανυπομονέψει | να έχουμε ανυπομονέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ανυπομονέψει | είχατε ανυπομονέψει | θα έχετε ανυπομονέψει | να έχετε ανυπομονέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανυπομονέψει | είχαν ανυπομονέψει | θα έχουν ανυπομονέψει | να έχουν ανυπομονέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανυπομονεύω
|