ενδυμασία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενδυμασία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενδυμασία θηλυκό
- το σύνολο των ενδυμάτων που φοράει κάποιος
- το σύνολο των ενδυμάτων που συνηθίζεται να φοριούνται από έναν λαό, σε μια συγκεκριμένη εποχή κλπ
- το έμα της εργασίας των παιδιών είναι η ενδυμασία στην Αρχαία Αθήνα