Δείτε επίσης: ἱματισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιματισμός οι ιματισμοί
      γενική του ιματισμού των ιματισμών
    αιτιατική τον ιματισμό τους ιματισμούς
     κλητική ιματισμέ ιματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιματισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱματισμός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐μα‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιματισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία