Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντύσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ντύσιμ
ο
τα
ντυσίμ
ατ
α
γενική
του
ντυσίμ
ατ
ος
των
ντυσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
ντύσιμ
ο
τα
ντυσίμ
ατ
α
κλητική
ντύσιμ
ο
ντυσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντύσιμο
<
ντύνω
(
έ
ντυσ
α
) +
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντύσιμο
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
τού
ντύνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ντύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντύσιμο
αγγλικά
:
outfit
(en)
,
upholstery
(en)
γαλλικά
:
habillage
(fr)
,
habillement
(fr)
ιταλικά
:
abbigliamento
(it)