• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ντύσιμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντύσιμο τα ντυσίματα
      γενική του ντυσίματος των ντυσιμάτων
    αιτιατική το ντύσιμο τα ντυσίματα
     κλητική ντύσιμο ντυσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ντύσιμο < ντύνω (έντυσα) + -ιμο

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ντύσιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ντύνω

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ντύνω

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    ντύσιμο
  • αγγλικά : outfit (en), upholstery (en)
  • γαλλικά : habillage (fr), habillement (fr)
  • ιταλικά : abbigliamento (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ντύσιμο&oldid=5496931"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 19:12

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 19:12.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie