Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /twa.lɛt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toilette toilettes

toilette (fr) θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία
Προσοχή: στον πληθυντικό, les toilettes = το αποχωρητήριο.