toilette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
toilette | toilettes |
toilette (fr) θηλυκό
Σημειώσεις
επεξεργασία- Προσοχή: στον πληθυντικό, les toilettes = το αποχωρητήριο.
ενικός | πληθυντικός |
toilette | toilettes |
toilette (fr) θηλυκό