τουαλέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία



Ετυμολογία
επεξεργασία
τουαλέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική toilette[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tu.aˈle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐α‐λέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουαλέτα θηλυκό
- ονομασία για επίσημο, πολυτελές γυναικείο φόρεμα, κατά κανόνα μακρύ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- έπιπλο που βρίσκεται κυρίως στην κρεβατοκάμαρα και έχει ενσωματωμένο καθρέφτη
- εκλεπτυσμένη ονομασία του δωματίου του αποχωρητηρίου
- ⮡ ανδρικές, γυναικείες, δημόσιες τουαλέτες
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη αποχωρητήριο
- η λεκάνη της τουαλέτας (του καμπινέ)
- η διαδικασία της σωματικής υγιεινής
- ⮡ θέλει δυο ώρες κάθε πρωί για την τουαλέτα της
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
για την περιποίηση: |
για το αποχωρητήριο
|
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ τουαλέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας