τουαλέτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τουαλέτα | οι | τουαλέτες |
γενική | της | τουαλέτας | των | τουαλετών |
αιτιατική | την | τουαλέτα | τις | τουαλέτες |
κλητική | τουαλέτα | τουαλέτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τουαλέτα (3) σε αεροπλάνο που περιλαμβάνει και νιπτήρα
τουαλέτα (4) (η λεκάνη της τουαλέτας) με σηκωμένο το καπάκι
τουαλέτα θηλυκό
- ονομασία που περιλαμβάνει σχεδόν κάθε επίσημο ή/και πολυτελές γυναικείο φόρεμα
- Πολυλεκτικοί όροι
- έπιπλο που βρίσκεται κυρίως στην κρεβατοκάμαρα και περιλαμβάνει καθρέφτη
- εκλεπτυσμένη ονομασία του δωματίου του αποχωρητηρίου
- Συνώνυμα
- Πολυλεκτικοί όροι
- η λεκάνη της τουαλέτας (του καμπινέ)
- Πολυλεκτικοί όροι
- η διαδικασία της σωματικής υγιεινής
- θέλει δυο ώρες κάθε πρωί για την τουαλέτα της
- Πολυλεκτικοί όροι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίσημο φόρεμα
αποχωρητήριο
|
διαδικασία προσωπικής περιποίησης και υγιεινής