καζανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καζανάκι | τα | καζανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καζανάκι | τα | καζανάκια |
κλητική | καζανάκι | καζανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καζανάκι < καζάν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαζανάκι ουδέτερο
- δοχείο της τουαλέτας από το οποίο ρέει νερό στη λεκάνη για να την καθαρίσει μετά από χρήση
- δεν χρειάζεται να τραβήξεις το καζανάκι αν πας μόνο για «ψιλό»
- μικρό καζάνι